αρκτικόλεξο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρκτικόλεξο • (arktikólexo) n (plural αρκτικόλεξα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρκτικόλεξο (arktikólexo) | αρκτικόλεξα (arktikólexa) |
genitive | αρκτικόλεξου (arktikólexou) | αρκτικόλεξων (arktikólexon) |
accusative | αρκτικόλεξο (arktikólexo) | αρκτικόλεξα (arktikólexa) |
vocative | αρκτικόλεξο (arktikólexo) | αρκτικόλεξα (arktikólexa) |
The form αρκτικολέξων is also found.
See also
[edit]- ακρωνύμιο n (akronýmio, “acronym”)
- συντομογραφία f (syntomografía, “abbreviation”)
Further reading
[edit]- αρκτικόλεξο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el