Jump to content

αρκτικόλεξο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρκτικόλεξο (arktikólexon (plural αρκτικόλεξα)

  1. (grammar) initialism

Declension

[edit]
Declension of αρκτικόλεξο
singular plural
nominative αρκτικόλεξο (arktikólexo) αρκτικόλεξα (arktikólexa)
genitive αρκτικόλεξου (arktikólexou) αρκτικόλεξων (arktikólexon)
accusative αρκτικόλεξο (arktikólexo) αρκτικόλεξα (arktikólexa)
vocative αρκτικόλεξο (arktikólexo) αρκτικόλεξα (arktikólexa)

The form αρκτικολέξων is also found.

See also

[edit]

Further reading

[edit]