Jump to content

αλυσοπρίονο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From άλυτος (álytos, chain) +‎ πριόνι (prióni, saw).

Noun

[edit]

αλυσοπρίονο (alysopríonon (plural αλυσοπρίονα)

  1. chainsaw

Declension

[edit]
Declension of αλυσοπρίονο
singular plural
nominative αλυσοπρίονο (alysopríono) αλυσοπρίονα (alysopríona)
genitive αλυσοπρίονου (alysopríonou) αλυσοπρίονων (alysopríonon)
accusative αλυσοπρίονο (alysopríono) αλυσοπρίονα (alysopríona)
vocative αλυσοπρίονο (alysopríono) αλυσοπρίονα (alysopríona)

Further reading

[edit]