αλυσοπρίονα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αλυσοπρίονα • (alysopríona) n
- nominative plural of αλυσοπρίονο (alysopríono)
- accusative plural of αλυσοπρίονο (alysopríono)
- vocative plural of αλυσοπρίονο (alysopríono)
αλυσοπρίονα • (alysopríona) n