άλυτος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἄλυτος
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Ancient Greek ἄλῠτος (“not to be loosed”).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]άλυτος • (álytos) m (feminine άλυτη, neuter άλυτο)
- insoluble, unsolvable, unresolved, unsolved
- Synonym: ανεπίλυτος (anepílytos)
- —Δάσκαλε, το πρόβλημα είναι άλυτο!
—Όχι, δεν είναι ανεπίλυτο. Είναι απλώς δυσεπίλυτο.- —Dáskale, to próvlima eínai ályto!
—Óchi, den eínai anepílyto. Eínai aplós dysepílyto. - —Teacher, the problem is unsolvable!
—No, it is not unsolvable, it is just difficult to solve.
- —Dáskale, to próvlima eínai ályto!
- fastened, incapable of being untied
Declension
[edit]Declension of άλυτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άλυτος • | άλυτη • | άλυτο • | άλυτοι • | άλυτες • | άλυτα • |
genitive | άλυτου • | άλυτης • | άλυτου • | άλυτων • | άλυτων • | άλυτων • |
accusative | άλυτο • | άλυτη • | άλυτο • | άλυτους • | άλυτες • | άλυτα • |
vocative | άλυτε • | άλυτη • | άλυτο • | άλυτοι • | άλυτες • | άλυτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άλυτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άλυτος, etc.) |
Synonyms
[edit]- λυμένος (lyménos)
- (insoluble): δυσεπίλυτος (dysepílytos, “with difficult solution”)
- (fastened): άδετος (ádetos, “not tied”)
- see: αλυσοδεμένος (alysodeménos) (figuratively)
Antonyms
[edit]- δεμένος (deménos, “tied, fastened”, participle)
Coordinate terms
[edit]- (fastened): αλύτρωτος (alýtrotos, “not freed”) (figuratively)
Further reading
[edit]- άλυτος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- άλυτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language