Jump to content

άλυτος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἄλυτος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek ἄλῠτος (not to be loosed).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈa.li.tos/
  • Hyphenation: ά‧λυ‧τος

Adjective

[edit]

άλυτος (álytosm (feminine άλυτη, neuter άλυτο)

  1. insoluble, unsolvable, unresolved, unsolved
    Synonym: ανεπίλυτος (anepílytos)
    —Δάσκαλε, το πρόβλημα είναι άλυτο!
    —Όχι, δεν είναι ανεπίλυτο. Είναι απλώς δυσεπίλυτο.
    —Dáskale, to próvlima eínai ályto!
    —Óchi, den eínai anepílyto. Eínai aplós dysepílyto.
    —Teacher, the problem is unsolvable!
    —No, it is not unsolvable, it is just difficult to solve.
  2. fastened, incapable of being untied

Declension

[edit]
Declension of άλυτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άλυτος (álytos) άλυτη (ályti) άλυτο (ályto) άλυτοι (álytoi) άλυτες (álytes) άλυτα (ályta)
genitive άλυτου (álytou) άλυτης (álytis) άλυτου (álytou) άλυτων (ályton) άλυτων (ályton) άλυτων (ályton)
accusative άλυτο (ályto) άλυτη (ályti) άλυτο (ályto) άλυτους (álytous) άλυτες (álytes) άλυτα (ályta)
vocative άλυτε (ályte) άλυτη (ályti) άλυτο (ályto) άλυτοι (álytoi) άλυτες (álytes) άλυτα (ályta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άλυτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άλυτος, etc.)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]

Coordinate terms

[edit]

Further reading

[edit]