άδετος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άδετος (ádetosm (feminine άδετη, neuter άδετο)

  1. loose, not tied, undone
    Τα κορδόνια σου είναι άδετα. (His shoelaces are undone.)
  2. unbound (pages, book, etc)
  3. laceless (shoes, etc)
  4. untied, loose (animal)

Declension

[edit]
Declension of άδετος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άδετος (ádetos) άδετη (ádeti) άδετο (ádeto) άδετοι (ádetoi) άδετες (ádetes) άδετα (ádeta)
genitive άδετου (ádetou) άδετης (ádetis) άδετου (ádetou) άδετων (ádeton) άδετων (ádeton) άδετων (ádeton)
accusative άδετο (ádeto) άδετη (ádeti) άδετο (ádeto) άδετους (ádetous) άδετες (ádetes) άδετα (ádeta)
vocative άδετε (ádete) άδετη (ádeti) άδετο (ádeto) άδετοι (ádetoi) άδετες (ádetes) άδετα (ádeta)
[edit]