Jump to content

αλύτρωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλύτρωτος (alýtrotosm (feminine αλύτρωτη, neuter αλύτρωτο)

  1. not freed, not liberated
  2. in bondage

Declension

[edit]
Declension of αλύτρωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλύτρωτος (alýtrotos) αλύτρωτη (alýtroti) αλύτρωτο (alýtroto) αλύτρωτοι (alýtrotoi) αλύτρωτες (alýtrotes) αλύτρωτα (alýtrota)
genitive αλύτρωτου (alýtrotou) αλύτρωτης (alýtrotis) αλύτρωτου (alýtrotou) αλύτρωτων (alýtroton) αλύτρωτων (alýtroton) αλύτρωτων (alýtroton)
accusative αλύτρωτο (alýtroto) αλύτρωτη (alýtroti) αλύτρωτο (alýtroto) αλύτρωτους (alýtrotous) αλύτρωτες (alýtrotes) αλύτρωτα (alýtrota)
vocative αλύτρωτε (alýtrote) αλύτρωτη (alýtroti) αλύτρωτο (alýtroto) αλύτρωτοι (alýtrotoi) αλύτρωτες (alýtrotes) αλύτρωτα (alýtrota)

Coordinate terms

[edit]
[edit]