Jump to content

ανεπίλυτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεπίλυτος (anepílytosm (feminine ανεπίλυτη, neuter ανεπίλυτο)

  1. insoluble, unsolvable, unresolved, unsolved
    Synonym: άλυτος (álytos)
  2. fastened

Declension

[edit]
Declension of ανεπίλυτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεπίλυτος (anepílytos) ανεπίλυτη (anepílyti) ανεπίλυτο (anepílyto) ανεπίλυτοι (anepílytoi) ανεπίλυτες (anepílytes) ανεπίλυτα (anepílyta)
genitive ανεπίλυτου (anepílytou) ανεπίλυτης (anepílytis) ανεπίλυτου (anepílytou) ανεπίλυτων (anepílyton) ανεπίλυτων (anepílyton) ανεπίλυτων (anepílyton)
accusative ανεπίλυτο (anepílyto) ανεπίλυτη (anepílyti) ανεπίλυτο (anepílyto) ανεπίλυτους (anepílytous) ανεπίλυτες (anepílytes) ανεπίλυτα (anepílyta)
vocative ανεπίλυτε (anepílyte) ανεπίλυτη (anepílyti) ανεπίλυτο (anepílyto) ανεπίλυτοι (anepílytoi) ανεπίλυτες (anepílytes) ανεπίλυτα (anepílyta)