Category:Greek compound terms
Jump to navigation
Jump to search
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek terms composed of two or more stems.
- Category:Greek dvandva compounds: Greek terms composed of two or more stems whose stems could be connected by an 'and'.
- Category:Greek tatpurusa compounds: Greek terms composed of two or more stems
Jump to: Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Subcategories
This category has the following 2 subcategories, out of 2 total.
D
- Greek dvandva compounds (0 c, 6 e)
T
Pages in category "Greek compound terms"
The following 200 pages are in this category, out of 539 total.
(previous page) (next page)Α
- αβγοκόβω
- αβγοκομμένος
- αβγολέμονο
- αβγότσουφλο
- αγγειοπλαστική
- αγγειοχειρουργική
- αγγειοχειρουργός
- αγγελοθωρώ
- αγγελοκρούω
- αγγελόμορφος
- αγγουροντομάτα
- αγκαθωτό σύρμα
- αγοραφοβία
- αγοροκόριτσο
- αγουρόλαδο
- αγουροφέρνω
- αγριάνθρωπος
- αγριελιά
- αγριλιά
- αγροτοβιομηχανικός
- αγροφύλακας
- αγροφυλακή
- αγυιόπαιδο
- αδελφομάνα
- αδικοχαμένος
- Αδριανούπολη
- αεριαγωγός
- αεριοστροβιλωθητήρας
- αεριούχος
- αεριόφως
- αεριωθούμενος
- αεροπλανοφόρο
- αερόσακος
- αετονύχης
- αζωτοδέσμευση
- αθεόφοβος
- αθλοπαιδιά
- αθυρόστομος
- αιγόδερμα
- αιδοιολειξία
- αιθαλομίχλη
- αιματοβαμμένος
- αιμοληψία
- αισιόδοξος
- ακροδεξιός
- ακροκέραμο
- ακροκέραμος
- Αλεξανδρούπολη
- αλεποπορδή
- αλεπότρυπα
- αλεποφωλιά
- αλευρόγαια
- αλευρόμυλος
- αλογόμυγα
- αλογοουρά
- αλουμινόχαρτο
- αλυσοδένω
- αλυσοπρίονο
- αμαξοστοιχία
- αμμοδοχείο
- αμμοχάλικο
- αμπελοφάσουλο
- αμυγδαλέλαιο
- αναβοσβήνω
- ανεβοκατεβάζω
- ανεβοκατεβαίνω
- ανεμόβροχο
- ανεμογκάστρι
- ανεμόμυλος
- ανεμόσκαλα
- ανεμοσκορπίζω
- ανεμοστρόβιλος
- ανεμοχάλαζο
- ανοιγοκλείνω
- ανοργάνωτος
- αντ' αυτού
- αντικαταβολή
- αντικειμενοστρεφής
- αντιμετάθεση
- απαρηγόρητος
- απαρηγορήτως
- απεργοσπάστης
- απογείωση
- απόγευμα
- αποκλιμακώνω
- απολίθωμα
- απορριμματοδοχείο
- αργόσχολος
- αριθμομηχανή
- αρχαιοελληνικός
- αρχειοφύλακας
- αρχιμηνιά
- ασβεστόγαλα
- ασβεστόνερο
- αστροναύτης
- αστυνομοκρατία
- αστυφύλακας
- ατμόπλοιο
- αυγοσαλάτα
- αυξομειώνω
- αυτοκινητοπομπή
Β
Γ
Δ
Ε
- εθνεγερσία
- εικονοστοιχείο
- εικοσιτετράωρος
- εκατομμύριο
- εκπαραθύρωση
- εκπληρώνω
- εκχιονιστήρας
- ελαιογραφία
- ελεφαντόδοντο
- ελεφαντοστό
- εμποροϋπάλληλος
- εμφιαλώνω
- έντρομος
- εξαιτίας
- εξυπνοπούλι
- εξωγήινος
- εξωμήτριος
- επανόρθωση
- επιδειξιομανία
- επίδραση
- επικόλληση
- επιπλέον
- επτάγωνος
- επταετία
- επτάφωτος
- ερυθροκύανος
- ερωτοδουλειά
- ευαίσθητος
- ευραπηλιώτης
- ευσέβαστος
- εχθροπραξία