ασβεστόγαλα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]άσβεστος (ásvestos, “lime”) + γάλα (gála, “milk”)
Noun
[edit]ασβεστόγαλα • (asvestógala) f (usually uncountable, plural ασβεστόγαλες)
- (chemistry) limewater
- Synonym: ασβεστόνερο (asvestónero)
Declension
[edit]Declension of ασβεστόγαλα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ασβεστόγαλα • | ασβεστόγαλες • |
genitive | ασβεστόγαλας • | ασβεστογάλων • |
accusative | ασβεστόγαλα • | ασβεστόγαλες • |
vocative | ασβεστόγαλα • | ασβεστόγαλες • |
Related terms
[edit]- see: ασβέστιο n (asvéstio, “calcium”)
Further reading
[edit]- ασβεστόγαλα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language