διαστημόπλοιο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]διάστημα (diástima, “space”) + πλοίο (ploío, “ship”)
Noun
[edit]διαστημόπλοιο • (diastimóploio) n (plural διαστημόπλοια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαστημόπλοιο (diastimóploio) | διαστημόπλοια (diastimóploia) |
genitive | διαστημοπλοίου (diastimoploíou) διαστημόπλοιου (diastimóploiou) |
διαστημοπλοίων (diastimoploíon) |
accusative | διαστημόπλοιο (diastimóploio) | διαστημόπλοια (diastimóploia) |
vocative | διαστημόπλοιο (diastimóploio) | διαστημόπλοια (diastimóploia) |
Related terms
[edit]- αστροναύτης m (astronáftis, “astronaut, spaceman”)
- διαστημάνθρωπος m (diastimánthropos, “astronaut, spaceman”)