Jump to content

διαστημόπλοιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

διάστημα (diástima, space) +‎ πλοίο (ploío, ship)

Noun

[edit]

διαστημόπλοιο (diastimóploion (plural διαστημόπλοια)

  1. spaceship

Declension

[edit]
Declension of διαστημόπλοιο
singular plural
nominative διαστημόπλοιο (diastimóploio) διαστημόπλοια (diastimóploia)
genitive διαστημοπλοίου (diastimoploíou)
διαστημόπλοιου (diastimóploiou)
διαστημοπλοίων (diastimoploíon)
accusative διαστημόπλοιο (diastimóploio) διαστημόπλοια (diastimóploia)
vocative διαστημόπλοιο (diastimóploio) διαστημόπλοια (diastimóploia)
[edit]