Category:Greek nouns declining like 'πρόσωπο'
Appearance
Inflected by template: {{el-nN-ο-α-3b}}
Pages in category "Greek nouns declining like 'πρόσωπο'"
The following 200 pages are in this category, out of 533 total.
(previous page) (next page)Έ
Ή
Α
- αέριο
- αίθριο
- αίτιο
- αβάκιο
- αγαλμάτιο
- αγαλματίδιο
- αγγελτήριο
- αγιασματάριο
- αγκύλιο
- αγκύριο
- αγκυροβόλιο
- αγουρέλαιο
- αγριοβότανο
- αγριογούρουνο
- αγροκήπιο
- αγροτεμάχιο
- αδέσποτο
- αδιέξοδο
- αερόμετρο
- αεροδρόμιο
- αεροκιβώτιο
- αιθύλιο
- αιμοπετάλιο
- αιμοσφαίριο
- αισθητήριο
- αιωρόπτερο
- ακάτιο
- ακίνητο
- ακόντιο
- ακοόμετρο
- ακροατήριο
- ακροπύργιο
- ακροστόλιο
- ακροστόμιο
- ακροφύσιο
- ακρυλαμίδιο
- ακρωνύμιο
- ακρωτήριο
- ακτίνιο
- ακτινίδιο
- αλίπεδο
- αλεξίπτωτο
- αλεξιβρόχιο
- αλκάλιο
- αλκίνιο
- αλκαλιμέταλλο
- αλουμίνιο
- αλσύλλιο
- αλφάβητο
- αλφαβητάριο
- αμίαντο
- αμύγδαλο
- αμαξοστάσιο
- αμφίβιο
- αμφιθέατρο
- ανάγλυφο
- ανάκλιντρο
- ανάκτορο
- ανάτυπο
- ανώγειο
- αναβρυτήριο
- αναγνωσματάριο
- αναγνωστήριο
- ανακλητήριο
- ανακτοβούλιο
- αναλόγιο
- αναμορφωτήριο
- αναπαυτήριο
- αναρρωτήριο
- αναχωρητήριο
- αναψυκτήριο
- ανδρείκελο
- ανεμόμετρο
- ανεμολόγιο
- ανθέμιο
- ανθοκήπιο
- ανθρωπωνύμιο
- αντέγγραφο
- αντένζυμο
- αντίγονο
- αντίγραφο
- αντίμετρο
- αντίτυπο
- αντίφωνο
- αντώνυμο
- αντικίνητρο
- αντικείμενο
- αντικνήμιο
- αντιμήνσιο
- αντιραστήριο
- αντισχέδιο
- αντιφάρμακο
- αντλιοστάσιο
- αξιόγραφο
- απόγειο
- απόγραφο
- απόδειπνο
- απαρέμφατο
- αποδυτήριο
- αποθηκόγραφο
- απολυτήριο
- απομονωτήριο
- αποξηραντήριο
- αποστακτήριο
- απουσιολόγιο
- αποφλοιωτήριο
- αποφοιτήριο
- αποφυλακιστήριο
- αποχωρητήριο
- αραιόμετρο
- αργίλιο
- αρθρίδιο
- αριθμητήριο
- αρκεβούζιο
- αρμόνιο
- αρτοφόριο
- ασκητήριο
- αυτοκίνητο
- αφοδευτήριο