Jump to content

αναγνωσματάριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναγνωσματάριο (anagnosmatárion (plural αναγνωσματάρια)

  1. primer, reader (elementary reading book)
  2. school book

Declension

[edit]
Declension of αναγνωσματάριο
singular plural
nominative αναγνωσματάριο (anagnosmatário) αναγνωσματάρια (anagnosmatária)
genitive αναγνωσματαρίου (anagnosmataríou)
αναγνωσματάριου (anagnosmatáriou)
αναγνωσματαρίων (anagnosmataríon)
accusative αναγνωσματάριο (anagnosmatário) αναγνωσματάρια (anagnosmatária)
vocative αναγνωσματάριο (anagnosmatário) αναγνωσματάρια (anagnosmatária)

Synonyms

[edit]
[edit]