Jump to content

αριθμητήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αριθμητήριο (arithmitírion (plural αριθμητήρια)

  1. abacus, counting frame
    Synonym: άβακας (ávakas)

Declension

[edit]
Declension of αριθμητήριο
singular plural
nominative αριθμητήριο (arithmitírio) αριθμητήρια (arithmitíria)
genitive αριθμητηρίου (arithmitiríou)
αριθμητήριου (arithmitíriou)
αριθμητηρίων (arithmitiríon)
accusative αριθμητήριο (arithmitírio) αριθμητήρια (arithmitíria)
vocative αριθμητήριο (arithmitírio) αριθμητήρια (arithmitíria)
[edit]

Further reading

[edit]