αριθμητήριο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αριθμητήριο • (arithmitírio) n (plural αριθμητήρια)
- abacus, counting frame
- Synonym: άβακας (ávakas)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αριθμητήριο (arithmitírio) | αριθμητήρια (arithmitíria) |
genitive | αριθμητηρίου (arithmitiríou) αριθμητήριου (arithmitíriou) |
αριθμητηρίων (arithmitiríon) |
accusative | αριθμητήριο (arithmitírio) | αριθμητήρια (arithmitíria) |
vocative | αριθμητήριο (arithmitírio) | αριθμητήρια (arithmitíria) |
Related terms
[edit]- see: αριθμός m (arithmós, “number”)
Further reading
[edit]- Άβακας on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αριθμητήριο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language