Jump to content

αγκυροβόλιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

αγκυροβόλιο (agkyrovólion (plural αγκυροβόλια)

  1. (nautical) anchorage, mooring (the location)
  2. (figuratively) refuge

Declension

[edit]
Declension of αγκυροβόλιο
singular plural
nominative αγκυροβόλιο (agkyrovólio) αγκυροβόλια (agkyrovólia)
genitive αγκυροβολίου (agkyrovolíou)
αγκυροβόλιου (agkyrovóliou)
αγκυροβολίων (agkyrovolíon)
accusative αγκυροβόλιο (agkyrovólio) αγκυροβόλια (agkyrovólia)
vocative αγκυροβόλιο (agkyrovólio) αγκυροβόλια (agkyrovólia)
[edit]
see: άγκυρα f (ágkyra, anchor)