Jump to content

αφοδευτήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αφοδευτήριο (afodeftírion (plural αφοδευτήρια)

  1. WC, water closet, lavatory toilet
    Synonym: τουαλέτα (toualéta)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αφοδευτήριο (afodeftírio) αφοδευτήρια (afodeftíria)
genitive αφοδευτηρίου (afodeftiríou)
αφοδευτήριου (afodeftíriou)
αφοδευτηρίων (afodeftiríon)
accusative αφοδευτήριο (afodeftírio) αφοδευτήρια (afodeftíria)
vocative αφοδευτήριο (afodeftírio) αφοδευτήρια (afodeftíria)
[edit]

Further reading

[edit]