Jump to content

αναμορφωτήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναμορφωτήριο (anamorfotírion (plural αναμορφωτήρια)

  1. young offenders institution, approved school, borstal (UK)
  2. reform school, reformatory (US)

Declension

[edit]
Declension of αναμορφωτήριο
singular plural
nominative αναμορφωτήριο (anamorfotírio) αναμορφωτήρια (anamorfotíria)
genitive αναμορφωτηρίου (anamorfotiríou)
αναμορφωτήριου (anamorfotíriou)
αναμορφωτηρίων (anamorfotiríon)
accusative αναμορφωτήριο (anamorfotírio) αναμορφωτήρια (anamorfotíria)
vocative αναμορφωτήριο (anamorfotírio) αναμορφωτήρια (anamorfotíria)
[edit]