From Wiktionary, the free dictionary
αναμορφώνω • (anamorfóno ) (past αναμόρφωσα , passive αναμορφώνομαι )
to reform
to change radically , improve
αναμορφώνω αναμορφώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αναμορφώνω
αναμορφώσω
αναμορφώνομαι
αναμορφωθώ
2 sg
αναμορφώνεις
αναμορφώσεις
αναμορφώνεσαι
αναμορφωθείς
3 sg
αναμορφώνει
αναμορφώσει
αναμορφώνεται
αναμορφωθεί
1 pl
αναμορφώνουμε , [‑ομε ]
αναμορφώσουμε , [‑ομε ]
αναμορφωνόμαστε
αναμορφωθούμε
2 pl
αναμορφώνετε
αναμορφώσετε
αναμορφώνεστε , αναμορφωνόσαστε
αναμορφωθείτε
3 pl
αναμορφώνουν (ε )
αναμορφώσουν (ε )
αναμορφώνονται
αναμορφωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αναμόρφωνα
αναμόρφωσα
αναμορφωνόμουν (α )
αναμορφώθηκα
2 sg
αναμόρφωνες
αναμόρφωσες
αναμορφωνόσουν (α )
αναμορφώθηκες
3 sg
αναμόρφωνε
αναμόρφωσε
αναμορφωνόταν (ε )
αναμορφώθηκε
1 pl
αναμορφώναμε
αναμορφώσαμε
αναμορφωνόμασταν , (‑όμαστε )
αναμορφωθήκαμε
2 pl
αναμορφώνατε
αναμορφώσατε
αναμορφωνόσασταν , (‑όσαστε )
αναμορφωθήκατε
3 pl
αναμόρφωναν , αναμορφώναν (ε )
αναμόρφωσαν , αναμορφώσαν (ε )
αναμορφώνονταν , (αναμορφωνόντουσαν )
αναμορφώθηκαν , αναμορφωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αναμορφώνω ➤
θα αναμορφώσω ➤
θα αναμορφώνομαι ➤
θα αναμορφωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αναμορφώνεις , …
θα αναμορφώσεις , …
θα αναμορφώνεσαι , …
θα αναμορφωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αναμορφώσει έχω, έχεις, … αναμορφωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αναμορφωθεί είμαι , είσαι , … αναμορφωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αναμορφώσει είχα, είχες, … αναμορφωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αναμορφωθεί ήμουν , ήσουν , … αναμορφωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αναμορφώσει θα έχω, θα έχεις, … αναμορφωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αναμορφωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναμορφωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αναμόρφωνε
αναμόρφωσε
—
αναμορφώσου
2 pl
αναμορφώνετε
αναμορφώστε
αναμορφώνεστε
αναμορφωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αναμορφώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αναμορφώσει ➤
αναμορφωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αναμορφώσει
αναμορφωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: μορφώνω ( morfóno , “ I educate ” ) αναμόρφωση ( anamórfosi , “ reform, reformation ” ) αναμορφωτήριο n ( anamorfotírio , “ reformatory, approved school, borstal ” ) αναμορφωτής m ( anamorfotís , “ reformer ” ) αναμορφωτικός ( anamorfotikós , “ reforming, reformative ” ) αναμορφώτρια f ( anamorfótria , “ reformer ” )