Jump to content

αναμορφώτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναμορφώτρια (anamorfótriaf (plural αναμορφωτές, masculine αναμορφωτής)

  1. reformer (person who seeks to reform)

Declension

[edit]
Declension of αναμορφώτρια
singular plural
nominative αναμορφώτρια (anamorfótria) αναμορφώτριες (anamorfótries)
genitive αναμορφώτριας (anamorfótrias) αναμορφωτριών (anamorfotrión)
accusative αναμορφώτρια (anamorfótria) αναμορφώτριες (anamorfótries)
vocative αναμορφώτρια (anamorfótria) αναμορφώτριες (anamorfótries)
[edit]