αναμορφώτρια
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αναμορφώτρια • (anamorfótria) f (plural αναμορφωτές, masculine αναμορφωτής)
- reformer (person who seeks to reform)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναμορφώτρια (anamorfótria) | αναμορφώτριες (anamorfótries) |
genitive | αναμορφώτριας (anamorfótrias) | αναμορφωτριών (anamorfotrión) |
accusative | αναμορφώτρια (anamorfótria) | αναμορφώτριες (anamorfótries) |
vocative | αναμορφώτρια (anamorfótria) | αναμορφώτριες (anamorfótries) |
Related terms
[edit]- see: αναμορφώνω (anamorfóno, “to reform”)