αναμορφώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αναμορφώνομαι • (anamorfónomai) passive (past αναμορφώθηκα, active αναμορφώνω)
- passive of αναμορφώνω (anamorfóno)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form
αναμορφώνομαι • (anamorfónomai) passive (past αναμορφώθηκα, active αναμορφώνω)