αποφλοιωτήριο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποφλοιωτήριο • (apofloiotírio) n (plural αποφλοιωτήρια)
Declension
[edit]Declension of αποφλοιωτήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποφλοιωτήριο • | αποφλοιωτήρια • |
genitive | αποφλοιωτηρίου •, αποφλοιωτήριου • | αποφλοιωτηρίων • |
accusative | αποφλοιωτήριο • | αποφλοιωτήρια • |
vocative | αποφλοιωτήριο • | αποφλοιωτήρια • |
Related terms
[edit]- see: αποφλοιώνω (apofloióno, “to peel, to debark”)