αποφλοιωτήριο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αποφλοιωτήριο • (apofloiotírio) n (plural αποφλοιωτήρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποφλοιωτήριο (apofloiotírio) | αποφλοιωτήρια (apofloiotíria) |
genitive | αποφλοιωτηρίου (apofloiotiríou) αποφλοιωτήριου (apofloiotíriou) |
αποφλοιωτηρίων (apofloiotiríon) |
accusative | αποφλοιωτήριο (apofloiotírio) | αποφλοιωτήρια (apofloiotíria) |
vocative | αποφλοιωτήριο (apofloiotírio) | αποφλοιωτήρια (apofloiotíria) |
Related terms
[edit]- see: αποφλοιώνω (apofloióno, “to peel, to debark”)