απουσιολόγιο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]απουσιολόγιο • (apousiológio) n (plural απουσιολόγια)
- record/register of attendance, (literally, “register of absentees”)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απουσιολόγιο (apousiológio) | απουσιολόγια (apousiológia) |
genitive | απουσιολογίου (apousiologíou) απουσιολόγιου (apousiológiou) |
απουσιολογίων (apousiologíon) |
accusative | απουσιολόγιο (apousiológio) | απουσιολόγια (apousiológia) |
vocative | απουσιολόγιο (apousiológio) | απουσιολόγια (apousiológia) |
Related terms
[edit]- see: απουσιάζω (apousiázo, “to be absent”)
Further reading
[edit]- απουσιολόγιο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language