Jump to content

ένστικτο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From French instinct.

Noun

[edit]

ένστικτο (énstikton

  1. instinct

Declension

[edit]
Declension of ένστικτο
singular plural
nominative ένστικτο (énstikto) ένστικτα (énstikta)
genitive ενστίκτου (enstíktou)
ένστικτου (énstiktou)
ενστίκτων (enstíkton)
accusative ένστικτο (énstikto) ένστικτα (énstikta)
vocative ένστικτο (énstikto) ένστικτα (énstikta)
[edit]

Further reading

[edit]