αρτοφόριο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Koine Greek ἀρτοφόριον (artophórion)
Noun
[edit]αρτοφόριο • (artofório) n (plural αρτοφόριες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρτοφόριο (artofório) | αρτοφόρια (artofória) |
genitive | αρτοφορίου (artoforíou) αρτοφόριου (artofóriou) |
αρτοφορίων (artoforíon) |
accusative | αρτοφόριο (artofório) | αρτοφόρια (artofória) |
vocative | αρτοφόριο (artofório) | αρτοφόρια (artofória) |
Related terms
[edit]- see: άρτος m (ártos, “bread”)
Further reading
[edit]- αρτοφόριο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language