Jump to content

αεροκιβώτιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αερο- (aero-, air) +‎ κιβώτιο (kivótio, container)

Noun

[edit]

αεροκιβώτιο (aerokivótion (plural αεροκιβώτια)

  1. buoyancy tank
  2. air chamber

Declension

[edit]
Declension of αεροκιβώτιο
singular plural
nominative αεροκιβώτιο (aerokivótio) αεροκιβώτια (aerokivótia)
genitive αεροκιβωτίου (aerokivotíou)
αεροκιβώτιου (aerokivótiou)
αεροκιβωτίων (aerokivotíon)
accusative αεροκιβώτιο (aerokivótio) αεροκιβώτια (aerokivótia)
vocative αεροκιβώτιο (aerokivótio) αεροκιβώτια (aerokivótia)

Synonyms

[edit]