αεροκιβώτιο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]αερο- (aero-, “air”) + κιβώτιο (kivótio, “container”)
Noun
[edit]αεροκιβώτιο • (aerokivótio) n (plural αεροκιβώτια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αεροκιβώτιο (aerokivótio) | αεροκιβώτια (aerokivótia) |
genitive | αεροκιβωτίου (aerokivotíou) αεροκιβώτιου (aerokivótiou) |
αεροκιβωτίων (aerokivotíon) |
accusative | αεροκιβώτιο (aerokivótio) | αεροκιβώτια (aerokivótia) |
vocative | αεροκιβώτιο (aerokivótio) | αεροκιβώτια (aerokivótia) |
Synonyms
[edit]- (air chamber): αεροθάλαμος m (aerothálamos)