Jump to content

έντυπο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Nominal neuter form of έντυπος (éntypos), from εν- (en-) +‎ τύπος (týpos).

Noun

[edit]

έντυπο (éntypon (plural έντυπα)

  1. print, printed matter, copy, form
  2. form (to be filled in)
    έντυπο αίτησηςéntypo aítisisapplication form

Declension

[edit]
Declension of έντυπο
singular plural
nominative έντυπο (éntypo) έντυπα (éntypa)
genitive εντύπου (entýpou)
έντυπου (éntypou)
εντύπων (entýpon)
accusative έντυπο (éntypo) έντυπα (éntypa)
vocative έντυπο (éntypo) έντυπα (éntypa)
[edit]