εν-
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]And their use:
- εν- (en-), έν- (én-) (before τ, δ, θ, σ, ζ) See Usage notes
- εγ- (eg-), έγ- (ég-) (before κ, γ, χ)
- ελ- (el-), έλ- (él-) (before λ)
- εμ- (em-), έμ- (ém-) (before π, β, φ, μ, ψ)
- ερ- (er-), έρ- (ér-) (optionally, before ρ)
Etymology
[edit]From Ancient Greek ἐν- (en-, “in, within”).
Prefix
[edit]εν- • (en-) or έν- (before τ, δ, θ, σ, ζ)
Usage notes
[edit]The εν- or έν- variation occurs before:
- τ - εντάσσω (entásso, “include”) - ένταση (éntasi, “tension”)
- δ - ενδιαφέρων (endiaféron, “interesting”) - ένδεια (éndeia, “scantness”)
- θ - ενθουσιασμός (enthousiasmós, “enthusiasm”) - ένθερμος (énthermos, “with fervour”)
- σ - ενστερνίζομαι (ensternízomai, “embrace”) - ένστικτο (énstikto, “instinct”)
- ζ - ενζυμικός (enzymikós, “enzymic”) - ένζυμο (énzymo)
Synonyms
[edit]- ενδο- (endo-)