ένστολος
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ένστολος • (énstolos) m (feminine ένστολη, neuter ένστολο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ένστολος (énstolos) | ένστολη (énstoli) | ένστολο (énstolo) | ένστολοι (énstoloi) | ένστολες (énstoles) | ένστολα (énstola) | |
genitive | ένστολου (énstolou) | ένστολης (énstolis) | ένστολου (énstolou) | ένστολων (énstolon) | ένστολων (énstolon) | ένστολων (énstolon) | |
accusative | ένστολο (énstolo) | ένστολη (énstoli) | ένστολο (énstolo) | ένστολους (énstolous) | ένστολες (énstoles) | ένστολα (énstola) | |
vocative | ένστολε (énstole) | ένστολη (énstoli) | ένστολο (énstolo) | ένστολοι (énstoloi) | ένστολες (énstoles) | ένστολα (énstola) |
Related terms
[edit]- see: στολή f (stolí, “uniform”)
References
[edit]- ένστολος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language