Learnedly from εμ- ( em- ) + πλούτ(ος) ( ploút(os) ) + -ίζω ( -ízo ) , a calque of French enrichir .[ 1]
IPA (key ) : /e(m).bluˈti.zo/
Hyphenation: ε‧μπλου‧τί‧ζω
εμπλουτίζω • (emploutízo ) (past εμπλούτισα , passive εμπλουτίζομαι , p‑past εμπλουτίστηκα , ppp εμπλουτισμένος ) ( transitive )
to enrich ( to enhance )
to enrich ( to adorn, ornate more richly )
( chemistry ) to enrich ( to cause an increase in the proportion of a given constituent )
( nuclear physics ) to enrich ( to increase the amount of one isotope in a mixture of isotopes, especially in a nuclear fuel )
εμπλουτίζω εμπλουτίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
εμπλουτίζω
εμπλουτίσω
εμπλουτίζομαι
εμπλουτιστώ
2 sg
εμπλουτίζεις
εμπλουτίσεις
εμπλουτίζεσαι
εμπλουτιστείς
3 sg
εμπλουτίζει
εμπλουτίσει
εμπλουτίζεται
εμπλουτιστεί
1 pl
εμπλουτίζουμε , [‑ομε ]
εμπλουτίσουμε , [‑ομε ]
εμπλουτίζόμαστε
εμπλουτιστούμε
2 pl
εμπλουτίζετε
εμπλουτίσετε
εμπλουτίζεστε , εμπλουτίζόσαστε
εμπλουτιστείτε
3 pl
εμπλουτίζουν (ε )
εμπλουτίσουν (ε )
εμπλουτίζονται
εμπλουτιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
εμπλούτιζα
εμπλούτισα
εμπλουτίζόμουν (α )
εμπλουτίστηκα
2 sg
εμπλούτιζες
εμπλούτισες
εμπλουτίζόσουν (α )
εμπλουτίστηκες
3 sg
εμπλούτιζε
εμπλούτισε
εμπλουτίζόταν (ε )
εμπλουτίστηκε
1 pl
εμπλουτίζαμε
εμπλουτίσαμε
εμπλουτίζόμασταν , (‑όμαστε )
εμπλουτιστήκαμε
2 pl
εμπλουτίζατε
εμπλουτίσατε
εμπλουτίζόσασταν , (‑όσαστε )
εμπλουτιστήκατε
3 pl
εμπλούτιζαν , εμπλουτίζαν (ε )
εμπλούτισαν , εμπλουτίσαν (ε )
εμπλουτίζονταν , (εμπλουτίζόντουσαν )
εμπλουτίστηκαν , εμπλουτιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα εμπλουτίζω ➤
θα εμπλουτίσω ➤
θα εμπλουτίζομαι ➤
θα εμπλουτιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα εμπλουτίζεις , …
θα εμπλουτίσεις , …
θα εμπλουτίζεσαι , …
θα εμπλουτιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … εμπλουτίσει έχω, έχεις, … εμπλουτισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … εμπλουτιστεί είμαι , είσαι , … εμπλουτισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … εμπλουτίσει είχα, είχες, … εμπλουτισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … εμπλουτιστεί ήμουν , ήσουν , … εμπλουτισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … εμπλουτίσει θα έχω, θα έχεις, … εμπλουτισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … εμπλουτιστεί θα είμαι, θα είσαι, … εμπλουτισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
εμπλούτιζε
εμπλούτισε
—
εμπλουτίσου
2 pl
εμπλουτίζετε
εμπλουτίστε
εμπλουτίζεστε
εμπλουτιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
εμπλουτίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας εμπλουτίσει ➤
εμπλουτισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
εμπλουτίσει
εμπλουτιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.