Category:Greek terms calqued from French
Appearance
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek terms that were calqued from French, i.e. terms formed by piece-by-piece translations of French terms.
To categorize a term into this category, use {{cal|el|fr|source_term}}
(or {{clq|...}}
or {{calque|...}}
, using the same syntax), where source_term
is the French term that the term in question was borrowed from.
Jump to: Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Pages in category "Greek terms calqued from French"
The following 200 pages are in this category, out of 312 total.
(previous page) (next page)Α
- αβανγκαρντιστής
- αγωγιμότητα
- αδιαθεσία
- αερολιμένας
- αιθυλικός
- αιμοληψία
- ακοόγραμμα
- ακοομετρία
- ακοόμετρο
- ακροβασία
- Ακτή Ελεφαντοστού
- ακτινογραφία
- ακτινοσκόπηση
- αλεξήλιο
- αλεξιβρόχιο
- αλεξικέραυνο
- αλεξιπτωτιστής
- αλεξίπτωτο
- αλεξίπυρος
- αλληλοβοήθεια
- αλπινιστής
- αλτρουιστής
- αλχημιστής
- αναζωογόνηση
- ανακρίβεια
- αναπαράγω
- αναπαριστάνω
- αναπαριστώ
- αναπλειστηριασμός
- αναπληρωτής
- αναποτελεσματικός
- αναποφασιστικότητα
- αναποφάσιστος
- ανασκόπηση
- ανασύνθεση
- ανασυνθέτω
- ανασυνιστώ
- ανασύσταση
- ανεκτίμητος
- ανεμιστήρας
- ανεξάρτητος
- ανεφοδιάζω
- ανησυχητικός
- ανθρακούχος
- αντικαταβολή
- αντικειμενικότητα
- αντικλεπτικός
- ανώνυμη εταιρεία
- ανώριμος
- ανωριμότητα
- ανωτερότητα
- αξιοποιώ
- αξιοσημείωτος
- απεσταγμένος
- απλοποίηση
- απογοητεύω
- αποθαρρύνω
- απολίθωμα
- απονιτροποίηση
- αποποινικοποιώ
- αποφασιστικός
- αποφυλακίζω
- απριορισμός
- απωθητικός
- ασυζητητί
- ασυνεπής
- ατομικός
- αυνανισμός
- αυτοκίνητο
- αφενός
- αφετέρου
- αφυδάτωση
Γ
Δ
- δαγκώνω τη γλώσσα μου
- δασοφύλακας
- δειγματοληπτικός
- δειγματοληψία
- δημοσιότητα
- δημοτικότητα
- δημοψήφισμα
- διαθέσιμος
- διαιτησία
- διακεκριμένος
- διαλεκτικός
- διαμέρισμα
- διανοούμενος
- διαπεραστικός
- διαπραγμάτευση
- διαπροσωπικός
- διασταύρωση
- διαφήμιση
- διαφοροποιώ
- διεθνής
- διεθνισμός
- δίκυκλος
- δισεκατομμύριο
- δυνατότητα
- δυσανάλογος
- δυσμηνόρροια
Ε
- εγκατεστημένος
- εθνικότητα
- ειδικεύω
- ειδικότητα
- εικοσιτετράωρος
- εκκωφαντικός
- εκλεπτυσμένος
- εκπαραθύρωση
- εκτέλεση
- εκτελεστής
- εκτελεστικός
- εκτελέστρια
- εμπλουτίζω
- εμπνευσμένος
- εμφιαλώνω
- εν πάση περιπτώσει
- ενορχηστρώνω
- ενορχήστρωση
- ενυδατώνω
- εξαγνίζω
- εξαιτίας
- εξάλλου
- εξατομικεύω
- εξουδετερώνω
- εξουσιοδοτώ
- εξυπακούεται
- εξώγαμος
- εξωσυζυγικός
- επιδειξιομανία
- επικεφαλής
- επίπλωση
- επιτονισμός
- ερρινοποίηση
- εστιάζω
- εσχάτη προδοσία
- εσωκλείω
- ευκλείδειος
- ευνοιοκρατία
- ευσεβάστως
- εφοπλιστής