κυματιστός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from κυματίζω (kymatízo) +‎ -τός (-tós), a loose calque of French ondulé.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ci.ma.tiˈstos/
  • Hyphenation: κυ‧μα‧τι‧στός

Adjective

[edit]

κυματιστός (kymatistósm (feminine κυματιστή, neuter κυματιστό)

  1. wavy, undulating, rippling (rising or swelling in waves)
  2. wavy (having wave-like shapes on its border or surface; waved)
    κυματιστά μαλλιάkymatistá malliáwavy hair

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κυματιστός (kymatistós) κυματιστή (kymatistí) κυματιστό (kymatistó) κυματιστοί (kymatistoí) κυματιστές (kymatistés) κυματιστά (kymatistá)
genitive κυματιστού (kymatistoú) κυματιστής (kymatistís) κυματιστού (kymatistoú) κυματιστών (kymatistón) κυματιστών (kymatistón) κυματιστών (kymatistón)
accusative κυματιστό (kymatistó) κυματιστή (kymatistí) κυματιστό (kymatistó) κυματιστούς (kymatistoús) κυματιστές (kymatistés) κυματιστά (kymatistá)
vocative κυματιστέ (kymatisté) κυματιστή (kymatistí) κυματιστό (kymatistó) κυματιστοί (kymatistoí) κυματιστές (kymatistés) κυματιστά (kymatistá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κυματιστός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κυματιστός, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ κυματιστός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language