κυματιστός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from κυματίζω (kymatízo) + -τός (-tós), a loose calque of French ondulé.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]κυματιστός • (kymatistós) m (feminine κυματιστή, neuter κυματιστό)
- wavy, undulating, rippling (rising or swelling in waves)
- wavy (having wave-like shapes on its border or surface; waved)
- κυματιστά μαλλιά ― kymatistá malliá ― wavy hair
Declension
[edit]Declension of κυματιστός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κυματιστός • | κυματιστή • | κυματιστό • | κυματιστοί • | κυματιστές • | κυματιστά • |
genitive | κυματιστού • | κυματιστής • | κυματιστού • | κυματιστών • | κυματιστών • | κυματιστών • |
accusative | κυματιστό • | κυματιστή • | κυματιστό • | κυματιστούς • | κυματιστές • | κυματιστά • |
vocative | κυματιστέ • | κυματιστή • | κυματιστό • | κυματιστοί • | κυματιστές • | κυματιστά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κυματιστός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κυματιστός, etc.) |
Related terms
[edit]- see: κύμα n (kýma)
References
[edit]- ^ κυματιστός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language