Jump to content

αποφασιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Calque of French décisif. First attested 1683.

Adjective

[edit]

αποφασιστικός (apofasistikósm (feminine αποφασιστική, neuter αποφασιστικό)

  1. decisive
    Antonym: αναποφάσιστος (anapofásistos)

Declension

[edit]
Declension of αποφασιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποφασιστικός (apofasistikós) αποφασιστική (apofasistikí) αποφασιστικό (apofasistikó) αποφασιστικοί (apofasistikoí) αποφασιστικές (apofasistikés) αποφασιστικά (apofasistiká)
genitive αποφασιστικού (apofasistikoú) αποφασιστικής (apofasistikís) αποφασιστικού (apofasistikoú) αποφασιστικών (apofasistikón) αποφασιστικών (apofasistikón) αποφασιστικών (apofasistikón)
accusative αποφασιστικό (apofasistikó) αποφασιστική (apofasistikí) αποφασιστικό (apofasistikó) αποφασιστικούς (apofasistikoús) αποφασιστικές (apofasistikés) αποφασιστικά (apofasistiká)
vocative αποφασιστικέ (apofasistiké) αποφασιστική (apofasistikí) αποφασιστικό (apofasistikó) αποφασιστικοί (apofasistikoí) αποφασιστικές (apofasistikés) αποφασιστικά (apofasistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποφασιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποφασιστικός, etc.)

[edit]