Learnedly from μετα- ( meta- ) + τόπ(ος) ( tóp(os) ) + -ίζω ( -ízo ) , a calque of French déplacer .[ 1]
IPA (key ) : /me.ta.toˈpi.zo/
Hyphenation: με‧τα‧το‧πί‧ζω
μετατοπίζω • (metatopízo ) (past μετατόπισα , passive μετατοπίζομαι , p‑past μετατοπίστηκα , ppp μετατοπισμένος )
( transitive , sometimes figurative ) to move , to shift , to displace ( to change the position of )
Synonym: μετακινώ ( metakinó )
μετατοπίζω μετατοπίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
μετατοπίζω
μετατοπίσω
μετατοπίζομαι
μετατοπιστώ
2 sg
μετατοπίζεις
μετατοπίσεις
μετατοπίζεσαι
μετατοπιστείς
3 sg
μετατοπίζει
μετατοπίσει
μετατοπίζεται
μετατοπιστεί
1 pl
μετατοπίζουμε , [‑ομε ]
μετατοπίσουμε , [‑ομε ]
μετατοπιζόμαστε
μετατοπιστούμε
2 pl
μετατοπίζετε
μετατοπίσετε
μετατοπίζεστε , μετατοπιζόσαστε
μετατοπιστείτε
3 pl
μετατοπίζουν (ε )
μετατοπίσουν (ε )
μετατοπίζονται
μετατοπιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
μετατόπιζα
μετατόπισα
μετατοπιζόμουν (α )
μετατοπίστηκα
2 sg
μετατόπιζες
μετατόπισες
μετατοπιζόσουν (α )
μετατοπίστηκες
3 sg
μετατόπιζε
μετατόπισε
μετατοπιζόταν (ε )
μετατοπίστηκε
1 pl
μετατοπίζαμε
μετατοπίσαμε
μετατοπιζόμασταν , (‑όμαστε )
μετατοπιστήκαμε
2 pl
μετατοπίζατε
μετατοπίσατε
μετατοπιζόσασταν , (‑όσαστε )
μετατοπιστήκατε
3 pl
μετατόπιζαν , μετατοπίζαν (ε )
μετατόπισαν , μετατοπίσαν (ε )
μετατοπίζονταν , (μετατοπιζόντουσαν )
μετατοπίστηκαν , μετατοπιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα μετατοπίζω ➤
θα μετατοπίσω ➤
θα μετατοπίζομαι ➤
θα μετατοπιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα μετατοπίζεις , …
θα μετατοπίσεις , …
θα μετατοπίζεσαι , …
θα μετατοπιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … μετατοπίσει έχω, έχεις, … μετατοπισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … μετατοπιστεί είμαι , είσαι , … μετατοπισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … μετατοπίσει είχα, είχες, … μετατοπισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … μετατοπιστεί ήμουν , ήσουν , … μετατοπισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … μετατοπίσει θα έχω, θα έχεις, … μετατοπισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … μετατοπιστεί θα είμαι, θα είσαι, … μετατοπισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
μετατόπιζε
μετατόπισε
—
μετατοπίσου
2 pl
μετατοπίζετε
μετατοπίστε
μετατοπίζεστε
μετατοπιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
μετατοπίζοντας ➤
μετατοπιζόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας μετατοπίσει ➤
μετατοπισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
μετατοπίσει
μετατοπιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.