μετακινώ
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek μετακινῶ (metakinô).[1] By surface analysis, μετα- (meta-) + κινώ (kinó).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]μετακινώ • (metakinó) (imperfect μετακινούσα, past μετακίνησα, passive μετακινούμαι, p‑past μετακινήθηκα, ppp μετακινημένος)
- (transitive) to move, to shift (to change the position of)
- (passive voice) to move (to go, in any manner, from one place or position to another)
Conjugation
[edit]μετακινώ, μετακινούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | μετακινώ | μετακινήσω | μετακινούμαι | μετακινηθώ |
2 sg | μετακινείς | μετακινήσεις | μετακινείσαι | μετακινηθείς |
3 sg | μετακινεί | μετακινήσει | μετακινείται | μετακινηθεί |
1 pl | μετακινούμε | μετακινήσουμε, [-ομε] | μετακινούμαστε | μετακινηθούμε |
2 pl | μετακινείτε | μετακινήσετε | μετακινείστε | μετακινηθείτε |
3 pl | μετακινούν(ε) | μετακινήσουν(ε) | μετακινούνται | μετακινηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | μετακινούσα | μετακίνησα | [μετακινούμουν(α)] | μετακινήθηκα |
2 sg | μετακινούσες | μετακίνησες | [μετακινούσουν(α)] | μετακινήθηκες |
3 sg | μετακινούσε | μετακίνησε | μετακινούνταν, {μετακινείτο} | μετακινήθηκε |
1 pl | μετακινούσαμε | μετακινήσαμε | μετακινούμασταν, (‑ούμαστε) | μετακινηθήκαμε |
2 pl | μετακινούσατε | μετακινήσατε | [μετακινούσασταν, (‑ούσαστε)] | μετακινηθήκατε |
3 pl | μετακινούσαν(ε) | μετακίνησαν, μετακινήσαν(ε) | μετακινούνταν, {μετακινούντο} | μετακινήθηκαν, μετακινηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα μετακινώ ➤ | θα μετακινήσω ➤ | θα μετακινούμαι ➤ | θα μετακινηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα μετακινείς, … | θα μετακινήσεις, … | θα μετακινείσαι, … | θα μετακινηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … μετακινήσει έχω, έχεις, … μετακινημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … μετακινηθεί είμαι, είσαι, … μετακινημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … μετακινήσει είχα, είχες, … μετακινημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … μετακινηθεί ήμουν, ήσουν, … μετακινημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … μετακινήσει θα έχω, θα έχεις, … μετακινημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … μετακινηθεί θα είμαι, θα είσαι, … μετακινημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | μετακίνησε | — | μετακινήσου |
2 pl | μετακινείτε | μετακινήστε | μετακινείστε | μετακινηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | μετακινώντας ➤ | μετακινούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας μετακινήσει ➤ | μετακινημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | μετακινήσει | μετακινηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- μετακίνηση f (metakínisi)
- and see: κινώ (kinó).
References
[edit]- ^ μετακινώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language