Jump to content

μειονοψηφία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Calque of French minorité, with μειονο- (meiono-) (stem from the ancient μείων (meíōn)) + ψήφ(ος) (psíf(os)) + -ία (-ía), created in analogy to the antonym πλειονοψηφία (pleionopsifía).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /mi.o.no.psiˈfi.a/
  • Hyphenation: μει‧ο‧νο‧ψη‧φί‧α

Noun

[edit]

μειονοψηφία (meionopsifíaf (plural μειονοψηφίες)

  1. less frequent form of of μειοψηφία (meiopsifía)
    Antonym: πλειονοψηφία (pleionopsifía) and see πλειοψηφία (pleiopsifía)

Declension

[edit]
Declension of μειονοψηφία
singular plural
nominative μειονοψηφία (meionopsifía) μειονοψηφίες (meionopsifíes)
genitive μειονοψηφίας (meionopsifías) μειονοψηφιών (meionopsifión)
accusative μειονοψηφία (meionopsifía) μειονοψηφίες (meionopsifíes)
vocative μειονοψηφία (meionopsifía) μειονοψηφίες (meionopsifíes)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ μειονοψηφία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language