μειονοψηφία
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Calque of French minorité, with μειονο- (meiono-) (stem from the ancient μείων (meíōn)) + ψήφ(ος) (psíf(os)) + -ία (-ía), created in analogy to the antonym πλειονοψηφία (pleionopsifía).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]μειονοψηφία • (meionopsifía) f (plural μειονοψηφίες)
- less frequent form of of μειοψηφία (meiopsifía)
- Antonym: πλειονοψηφία (pleionopsifía) and see πλειοψηφία (pleiopsifía)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μειονοψηφία (meionopsifía) | μειονοψηφίες (meionopsifíes) |
genitive | μειονοψηφίας (meionopsifías) | μειονοψηφιών (meionopsifión) |
accusative | μειονοψηφία (meionopsifía) | μειονοψηφίες (meionopsifíes) |
vocative | μειονοψηφία (meionopsifía) | μειονοψηφίες (meionopsifíes) |
Related terms
[edit]- see: ψήφος f (psífos, “vote”)
References
[edit]- ^ μειονοψηφία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language