ενυδατώνω
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from εν- (en-) + Ancient Greek ὑδατ(ῶ) (hudat(ô), “to be wet, watery”) + -ώνω (-óno), a calque of French hydrater.[1]
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ενυδατώνω • (enydatóno) (past ενυδάτωσα)
- to hydrate
- to moisturise (UK), moisturize (US)
Conjugation
[edit]ενυδατώνω ενυδατώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ενυδατώνω | ενυδατώσω | ενυδατώνομαι | ενυδατωθώ |
2 sg | ενυδατώνεις | ενυδατώσεις | ενυδατώνεσαι | ενυδατωθείς |
3 sg | ενυδατώνει | ενυδατώσει | ενυδατώνεται | ενυδατωθεί |
1 pl | ενυδατώνουμε, [‑ομε] | ενυδατώσουμε, [‑ομε] | ενυδατωνόμαστε | ενυδατωθούμε |
2 pl | ενυδατώνετε | ενυδατώσετε | ενυδατώνεστε, ενυδατωνόσαστε | ενυδατωθείτε |
3 pl | ενυδατώνουν(ε) | ενυδατώσουν(ε) | ενυδατώνονται | ενυδατωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ενυδάτωνα | ενυδάτωσα | ενυδατωνόμουν(α) | ενυδατώθηκα |
2 sg | ενυδάτωνες | ενυδάτωσες | ενυδατωνόσουν(α) | ενυδατώθηκες |
3 sg | ενυδάτωνε | ενυδάτωσε | ενυδατωνόταν(ε) | ενυδατώθηκε |
1 pl | ενυδατώναμε | ενυδατώσαμε | ενυδατωνόμασταν, (‑όμαστε) | ενυδατωθήκαμε |
2 pl | ενυδατώνατε | ενυδατώσατε | ενυδατωνόσασταν, (‑όσαστε) | ενυδατωθήκατε |
3 pl | ενυδάτωναν, ενυδατώναν(ε) | ενυδάτωσαν, ενυδατώσαν(ε) | ενυδατώνονταν, (ενυδατωνόντουσαν) | ενυδατώθηκαν, ενυδατωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ενυδατώνω ➤ | θα ενυδατώσω ➤ | θα ενυδατώνομαι ➤ | θα ενυδατωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ενυδατώνεις, … | θα ενυδατώσεις, … | θα ενυδατώνεσαι, … | θα ενυδατωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ενυδατώσει έχω, έχεις, … ενυδατωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ενυδατωθεί είμαι, είσαι, … ενυδατωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ενυδατώσει είχα, είχες, … ενυδατωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ενυδατωθεί ήμουν, ήσουν, … ενυδατωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ενυδατώσει θα έχω, θα έχεις, … ενυδατωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ενυδατωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ενυδατωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ενυδάτωνε | ενυδάτωσε | — | ενυδατώσου |
2 pl | ενυδατώνετε | ενυδατώστε | ενυδατώνεστε | ενυδατωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ενυδατώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ενυδατώσει ➤ | ενυδατωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ενυδατώσει | ενυδατωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- ενυδατικός (enydatikós, “moisturising”, adjective)
- ενυδάτωση f (enydátosi, “hydration”)
References
[edit]- ^ ενυδατώνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language