Jump to content

ενυδατικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ενυδατικός (enydatikósm (feminine ενυδατική, neuter ενυδατικό)

  1. hydrating
  2. moisturising (UK), moisturizing (US)
    ενυδατική κρέμαenydatikí krémamoisturising cream

Declension

[edit]
Declension of ενυδατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ενυδατικός (enydatikós) ενυδατική (enydatikí) ενυδατικό (enydatikó) ενυδατικοί (enydatikoí) ενυδατικές (enydatikés) ενυδατικά (enydatiká)
genitive ενυδατικού (enydatikoú) ενυδατικής (enydatikís) ενυδατικού (enydatikoú) ενυδατικών (enydatikón) ενυδατικών (enydatikón) ενυδατικών (enydatikón)
accusative ενυδατικό (enydatikó) ενυδατική (enydatikí) ενυδατικό (enydatikó) ενυδατικούς (enydatikoús) ενυδατικές (enydatikés) ενυδατικά (enydatiká)
vocative ενυδατικέ (enydatiké) ενυδατική (enydatikí) ενυδατικό (enydatikó) ενυδατικοί (enydatikoí) ενυδατικές (enydatikés) ενυδατικά (enydatiká)
[edit]