ενυδατικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ενυδατικός • (enydatikós) m (feminine ενυδατική, neuter ενυδατικό)
- hydrating
- moisturising (UK), moisturizing (US)
- ενυδατική κρέμα ― enydatikí kréma ― moisturising cream
Declension
[edit]Declension of ενυδατικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ενυδατικός • | ενυδατική • | ενυδατικό • | ενυδατικοί • | ενυδατικές • | ενυδατικά • |
genitive | ενυδατικού • | ενυδατικής • | ενυδατικού • | ενυδατικών • | ενυδατικών • | ενυδατικών • |
accusative | ενυδατικό • | ενυδατική • | ενυδατικό • | ενυδατικούς • | ενυδατικές • | ενυδατικά • |
vocative | ενυδατικέ • | ενυδατική • | ενυδατικό • | ενυδατικοί • | ενυδατικές • | ενυδατικά • |
Related terms
[edit]- see: ενυδατώνω (enydatóno, “to moisturise”)