Jump to content

εκκωφαντικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from unattested stem *εκκωφαν- + -τικός (-tikós), a calque of French assourdissant. The stem is formed from Ancient Greek εκ- (ek-) + κωφαίνω (kōphaínō) as a calque of Modern Greek ξεκουφαίνω (xekoufaíno).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /e.ko.fan.diˈkos/
  • Hyphenation: εκ‧κω‧φα‧ντι‧κός

Adjective

[edit]

εκκωφαντικός (ekkofantikósm (feminine εκκωφαντική, neuter εκκωφαντικό)

  1. deafening, ear-shattering, earsplitting

Declension

[edit]
Declension of εκκωφαντικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εκκωφαντικός (ekkofantikós) εκκωφαντική (ekkofantikí) εκκωφαντικό (ekkofantikó) εκκωφαντικοί (ekkofantikoí) εκκωφαντικές (ekkofantikés) εκκωφαντικά (ekkofantiká)
genitive εκκωφαντικού (ekkofantikoú) εκκωφαντικής (ekkofantikís) εκκωφαντικού (ekkofantikoú) εκκωφαντικών (ekkofantikón) εκκωφαντικών (ekkofantikón) εκκωφαντικών (ekkofantikón)
accusative εκκωφαντικό (ekkofantikó) εκκωφαντική (ekkofantikí) εκκωφαντικό (ekkofantikó) εκκωφαντικούς (ekkofantikoús) εκκωφαντικές (ekkofantikés) εκκωφαντικά (ekkofantiká)
vocative εκκωφαντικέ (ekkofantiké) εκκωφαντική (ekkofantikí) εκκωφαντικό (ekkofantikó) εκκωφαντικοί (ekkofantikoí) εκκωφαντικές (ekkofantikés) εκκωφαντικά (ekkofantiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκκωφαντικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκκωφαντικός, etc.)

References

[edit]
  1. ^ εκκωφαντικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language