Jump to content

καταθλιπτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from the καταθλιπ- stem of καταθλίβω (katathlívo) +‎ -τικός (-tikós), a loose calque of French oppressif.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ka.ta.θli.ptiˈkos/
  • Hyphenation: κα‧τα‧θλι‧πτι‧κός

Adjective

[edit]

καταθλιπτικός (katathliptikósm (feminine καταθλιπτική, neuter καταθλιπτικό)

  1. depressing, depressive (causing depression)
  2. depressive (affected by depression)
  3. pressure (attributive—of a pump, pipe, etc.)

Declension

[edit]
Declension of καταθλιπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καταθλιπτικός (katathliptikós) καταθλιπτική (katathliptikí) καταθλιπτικό (katathliptikó) καταθλιπτικοί (katathliptikoí) καταθλιπτικές (katathliptikés) καταθλιπτικά (katathliptiká)
genitive καταθλιπτικού (katathliptikoú) καταθλιπτικής (katathliptikís) καταθλιπτικού (katathliptikoú) καταθλιπτικών (katathliptikón) καταθλιπτικών (katathliptikón) καταθλιπτικών (katathliptikón)
accusative καταθλιπτικό (katathliptikó) καταθλιπτική (katathliptikí) καταθλιπτικό (katathliptikó) καταθλιπτικούς (katathliptikoús) καταθλιπτικές (katathliptikés) καταθλιπτικά (katathliptiká)
vocative καταθλιπτικέ (katathliptiké) καταθλιπτική (katathliptikí) καταθλιπτικό (katathliptikó) καταθλιπτικοί (katathliptikoí) καταθλιπτικές (katathliptikés) καταθλιπτικά (katathliptiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταθλιπτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταθλιπτικός, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ καταθλιπτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language