καταθλιπτικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from the καταθλιπ- stem of καταθλίβω (katathlívo) + -τικός (-tikós), a loose calque of French oppressif.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]καταθλιπτικός • (katathliptikós) m (feminine καταθλιπτική, neuter καταθλιπτικό)
- depressing, depressive (causing depression)
- depressive (affected by depression)
- pressure (attributive—of a pump, pipe, etc.)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | καταθλιπτικός (katathliptikós) | καταθλιπτική (katathliptikí) | καταθλιπτικό (katathliptikó) | καταθλιπτικοί (katathliptikoí) | καταθλιπτικές (katathliptikés) | καταθλιπτικά (katathliptiká) | |
genitive | καταθλιπτικού (katathliptikoú) | καταθλιπτικής (katathliptikís) | καταθλιπτικού (katathliptikoú) | καταθλιπτικών (katathliptikón) | καταθλιπτικών (katathliptikón) | καταθλιπτικών (katathliptikón) | |
accusative | καταθλιπτικό (katathliptikó) | καταθλιπτική (katathliptikí) | καταθλιπτικό (katathliptikó) | καταθλιπτικούς (katathliptikoús) | καταθλιπτικές (katathliptikés) | καταθλιπτικά (katathliptiká) | |
vocative | καταθλιπτικέ (katathliptiké) | καταθλιπτική (katathliptikí) | καταθλιπτικό (katathliptikó) | καταθλιπτικοί (katathliptikoí) | καταθλιπτικές (katathliptikés) | καταθλιπτικά (katathliptiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταθλιπτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταθλιπτικός, etc.)
Derived terms
[edit]- καταθλιπτικά (katathliptiká, adverb)
Related terms
[edit]References
[edit]- ^ καταθλιπτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language