Jump to content

αντικειμενικότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αντικειμενικός (antikeimenikós, objective) +‎ -ότητα (-ótita, -ity, -ness), calque of French objectivité. First attested 1867.

Noun

[edit]

αντικειμενικότητα (antikeimenikótitaf (uncountable)

  1. objectivity
    Antonym: υποκειμενικότητα (ypokeimenikótita)

Declension

[edit]
Declension of αντικειμενικότητα
singular
nominative αντικειμενικότητα (antikeimenikótita)
genitive αντικειμενικότητας (antikeimenikótitas)
accusative αντικειμενικότητα (antikeimenikótita)
vocative αντικειμενικότητα (antikeimenikótita)
[edit]

Further reading

[edit]