Jump to content

υποκειμενικότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

υποκειμενικός (ypokeimenikós, subjective) +‎ -ότητα (-ótita, -ity, -ness), calque of French subjectivité.

Noun

[edit]

υποκειμενικότητα (ypokeimenikótitaf (uncountable)

  1. subjectivity
    Antonym: αντικειμενικότητα (antikeimenikótita)

Declension

[edit]
Declension of υποκειμενικότητα
singular
nominative υποκειμενικότητα (ypokeimenikótita)
genitive υποκειμενικότητας (ypokeimenikótitas)
accusative υποκειμενικότητα (ypokeimenikótita)
vocative υποκειμενικότητα (ypokeimenikótita)

Further reading

[edit]