υποκειμενικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From υποκείμενο (ypokeímeno, subject) +‎ -ικός (-ikós).

Adjective

[edit]

υποκειμενικός (ypokeimenikósm (feminine υποκειμενική, neuter υποκειμενικό)

  1. subjective
    Antonym: αντικειμενικός (antikeimenikós)
  2. (grammar) relating to the subject of a sentence

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υποκειμενικός (ypokeimenikós) υποκειμενική (ypokeimenikí) υποκειμενικό (ypokeimenikó) υποκειμενικοί (ypokeimenikoí) υποκειμενικές (ypokeimenikés) υποκειμενικά (ypokeimeniká)
genitive υποκειμενικού (ypokeimenikoú) υποκειμενικής (ypokeimenikís) υποκειμενικού (ypokeimenikoú) υποκειμενικών (ypokeimenikón) υποκειμενικών (ypokeimenikón) υποκειμενικών (ypokeimenikón)
accusative υποκειμενικό (ypokeimenikó) υποκειμενική (ypokeimenikí) υποκειμενικό (ypokeimenikó) υποκειμενικούς (ypokeimenikoús) υποκειμενικές (ypokeimenikés) υποκειμενικά (ypokeimeniká)
vocative υποκειμενικέ (ypokeimeniké) υποκειμενική (ypokeimenikí) υποκειμενικό (ypokeimenikó) υποκειμενικοί (ypokeimenikoí) υποκειμενικές (ypokeimenikés) υποκειμενικά (ypokeimeniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υποκειμενικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υποκειμενικός, etc.)

Further reading

[edit]