υποκειμενικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From υποκείμενο (ypokeímeno, “subject”) + -ικός (-ikós).
Adjective
[edit]υποκειμενικός • (ypokeimenikós) m (feminine υποκειμενική, neuter υποκειμενικό)
- subjective
- Antonym: αντικειμενικός (antikeimenikós)
- (grammar) relating to the subject of a sentence
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υποκειμενικός (ypokeimenikós) | υποκειμενική (ypokeimenikí) | υποκειμενικό (ypokeimenikó) | υποκειμενικοί (ypokeimenikoí) | υποκειμενικές (ypokeimenikés) | υποκειμενικά (ypokeimeniká) | |
genitive | υποκειμενικού (ypokeimenikoú) | υποκειμενικής (ypokeimenikís) | υποκειμενικού (ypokeimenikoú) | υποκειμενικών (ypokeimenikón) | υποκειμενικών (ypokeimenikón) | υποκειμενικών (ypokeimenikón) | |
accusative | υποκειμενικό (ypokeimenikó) | υποκειμενική (ypokeimenikí) | υποκειμενικό (ypokeimenikó) | υποκειμενικούς (ypokeimenikoús) | υποκειμενικές (ypokeimenikés) | υποκειμενικά (ypokeimeniká) | |
vocative | υποκειμενικέ (ypokeimeniké) | υποκειμενική (ypokeimenikí) | υποκειμενικό (ypokeimenikó) | υποκειμενικοί (ypokeimenikoí) | υποκειμενικές (ypokeimenikés) | υποκειμενικά (ypokeimeniká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υποκειμενικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υποκειμενικός, etc.)
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υποκειμενικότερος (ypokeimenikóteros) | υποκειμενικότερη (ypokeimenikóteri) | υποκειμενικότερο (ypokeimenikótero) | υποκειμενικότεροι (ypokeimenikóteroi) | υποκειμενικότερες (ypokeimenikóteres) | υποκειμενικότερα (ypokeimenikótera) |
genitive | υποκειμενικότερου (ypokeimenikóterou) | υποκειμενικότερης (ypokeimenikóteris) | υποκειμενικότερου (ypokeimenikóterou) | υποκειμενικότερων (ypokeimenikóteron) | υποκειμενικότερων (ypokeimenikóteron) | υποκειμενικότερων (ypokeimenikóteron) |
accusative | υποκειμενικότερο (ypokeimenikótero) | υποκειμενικότερη (ypokeimenikóteri) | υποκειμενικότερο (ypokeimenikótero) | υποκειμενικότερους (ypokeimenikóterous) | υποκειμενικότερες (ypokeimenikóteres) | υποκειμενικότερα (ypokeimenikótera) |
vocative | υποκειμενικότερε (ypokeimenikótere) | υποκειμενικότερη (ypokeimenikóteri) | υποκειμενικότερο (ypokeimenikótero) | υποκειμενικότεροι (ypokeimenikóteroi) | υποκειμενικότερες (ypokeimenikóteres) | υποκειμενικότερα (ypokeimenikótera) |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο υποκειμενικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υποκειμενικότατος (ypokeimenikótatos) | υποκειμενικότατη (ypokeimenikótati) | υποκειμενικότατο (ypokeimenikótato) | υποκειμενικότατοι (ypokeimenikótatoi) | υποκειμενικότατες (ypokeimenikótates) | υποκειμενικότατα (ypokeimenikótata) |
genitive | υποκειμενικότατου (ypokeimenikótatou) | υποκειμενικότατης (ypokeimenikótatis) | υποκειμενικότατου (ypokeimenikótatou) | υποκειμενικότατων (ypokeimenikótaton) | υποκειμενικότατων (ypokeimenikótaton) | υποκειμενικότατων (ypokeimenikótaton) |
accusative | υποκειμενικότατο (ypokeimenikótato) | υποκειμενικότατη (ypokeimenikótati) | υποκειμενικότατο (ypokeimenikótato) | υποκειμενικότατους (ypokeimenikótatous) | υποκειμενικότατες (ypokeimenikótates) | υποκειμενικότατα (ypokeimenikótata) |
vocative | υποκειμενικότατε (ypokeimenikótate) | υποκειμενικότατη (ypokeimenikótati) | υποκειμενικότατο (ypokeimenikótato) | υποκειμενικότατοι (ypokeimenikótatoi) | υποκειμενικότατες (ypokeimenikótates) | υποκειμενικότατα (ypokeimenikótata) |
Further reading
[edit]- υποκειμενικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language