Jump to content

αντικειμενικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αντικείμενο (antikeímeno, object) +‎ -ικός (-ikós).

Adjective

[edit]

αντικειμενικός (antikeimenikósm (feminine αντικειμενική, neuter αντικειμενικό)

  1. objective
  2. (grammar) relating to the object of a sentence

Declension

[edit]
Declension of αντικειμενικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντικειμενικός (antikeimenikós) αντικειμενική (antikeimenikí) αντικειμενικό (antikeimenikó) αντικειμενικοί (antikeimenikoí) αντικειμενικές (antikeimenikés) αντικειμενικά (antikeimeniká)
genitive αντικειμενικού (antikeimenikoú) αντικειμενικής (antikeimenikís) αντικειμενικού (antikeimenikoú) αντικειμενικών (antikeimenikón) αντικειμενικών (antikeimenikón) αντικειμενικών (antikeimenikón)
accusative αντικειμενικό (antikeimenikó) αντικειμενική (antikeimenikí) αντικειμενικό (antikeimenikó) αντικειμενικούς (antikeimenikoús) αντικειμενικές (antikeimenikés) αντικειμενικά (antikeimeniká)
vocative αντικειμενικέ (antikeimeniké) αντικειμενική (antikeimenikí) αντικειμενικό (antikeimenikó) αντικειμενικοί (antikeimenikoí) αντικειμενικές (antikeimenikés) αντικειμενικά (antikeimeniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντικειμενικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντικειμενικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντικειμενικότερος (antikeimenikóteros) αντικειμενικότερη (antikeimenikóteri) αντικειμενικότερο (antikeimenikótero) αντικειμενικότεροι (antikeimenikóteroi) αντικειμενικότερες (antikeimenikóteres) αντικειμενικότερα (antikeimenikótera)
genitive αντικειμενικότερου (antikeimenikóterou) αντικειμενικότερης (antikeimenikóteris) αντικειμενικότερου (antikeimenikóterou) αντικειμενικότερων (antikeimenikóteron) αντικειμενικότερων (antikeimenikóteron) αντικειμενικότερων (antikeimenikóteron)
accusative αντικειμενικότερο (antikeimenikótero) αντικειμενικότερη (antikeimenikóteri) αντικειμενικότερο (antikeimenikótero) αντικειμενικότερους (antikeimenikóterous) αντικειμενικότερες (antikeimenikóteres) αντικειμενικότερα (antikeimenikótera)
vocative αντικειμενικότερε (antikeimenikótere) αντικειμενικότερη (antikeimenikóteri) αντικειμενικότερο (antikeimenikótero) αντικειμενικότεροι (antikeimenikóteroi) αντικειμενικότερες (antikeimenikóteres) αντικειμενικότερα (antikeimenikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αντικειμενικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντικειμενικότατος (antikeimenikótatos) αντικειμενικότατη (antikeimenikótati) αντικειμενικότατο (antikeimenikótato) αντικειμενικότατοι (antikeimenikótatoi) αντικειμενικότατες (antikeimenikótates) αντικειμενικότατα (antikeimenikótata)
genitive αντικειμενικότατου (antikeimenikótatou) αντικειμενικότατης (antikeimenikótatis) αντικειμενικότατου (antikeimenikótatou) αντικειμενικότατων (antikeimenikótaton) αντικειμενικότατων (antikeimenikótaton) αντικειμενικότατων (antikeimenikótaton)
accusative αντικειμενικότατο (antikeimenikótato) αντικειμενικότατη (antikeimenikótati) αντικειμενικότατο (antikeimenikótato) αντικειμενικότατους (antikeimenikótatous) αντικειμενικότατες (antikeimenikótates) αντικειμενικότατα (antikeimenikótata)
vocative αντικειμενικότατε (antikeimenikótate) αντικειμενικότατη (antikeimenikótati) αντικειμενικότατο (antikeimenikótato) αντικειμενικότατοι (antikeimenikótatoi) αντικειμενικότατες (antikeimenikótates) αντικειμενικότατα (antikeimenikótata)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]