Jump to content

ακριβοδίκαιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ακριβο- (akrivo-, meticulousness) +‎ δίκαιος (díkaios, fair)

Adjective

[edit]

ακριβοδίκαιος (akrivodíkaiosm (feminine ακριβοδίκαιη, neuter ακριβοδίκαιο)

  1. scrupulously fair
  2. impartial, evenhanded
    Synonyms: αμερόληπτος (ameróliptos), αντικειμενικός (antikeimenikós)

Declension

[edit]
Declension of ακριβοδίκαιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακριβοδίκαιος (akrivodíkaios) ακριβοδίκαιη (akrivodíkaii) ακριβοδίκαιο (akrivodíkaio) ακριβοδίκαιοι (akrivodíkaioi) ακριβοδίκαιες (akrivodíkaies) ακριβοδίκαια (akrivodíkaia)
genitive ακριβοδίκαιου (akrivodíkaiou) ακριβοδίκαιης (akrivodíkaiis) ακριβοδίκαιου (akrivodíkaiou) ακριβοδίκαιων (akrivodíkaion) ακριβοδίκαιων (akrivodíkaion) ακριβοδίκαιων (akrivodíkaion)
accusative ακριβοδίκαιο (akrivodíkaio) ακριβοδίκαιη (akrivodíkaii) ακριβοδίκαιο (akrivodíkaio) ακριβοδίκαιους (akrivodíkaious) ακριβοδίκαιες (akrivodíkaies) ακριβοδίκαια (akrivodíkaia)
vocative ακριβοδίκαιε (akrivodíkaie) ακριβοδίκαιη (akrivodíkaii) ακριβοδίκαιο (akrivodíkaio) ακριβοδίκαιοι (akrivodíkaioi) ακριβοδίκαιες (akrivodíkaies) ακριβοδίκαια (akrivodíkaia)
[edit]