Jump to content

αμερόληπτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμερόληπτος (ameróliptosm (feminine αμερόληπτη, neuter αμερόληπτο)

  1. unbiased, impartial, objective, disinterested
    Synonyms: ακριβοδίκαιος (akrivodíkaios), απροσωπόληπτος (aprosopóliptos)

Declension

[edit]
Declension of αμερόληπτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμερόληπτος (ameróliptos) αμερόληπτη (amerólipti) αμερόληπτο (amerólipto) αμερόληπτοι (ameróliptoi) αμερόληπτες (ameróliptes) αμερόληπτα (amerólipta)
genitive αμερόληπτου (ameróliptou) αμερόληπτης (ameróliptis) αμερόληπτου (ameróliptou) αμερόληπτων (amerólipton) αμερόληπτων (amerólipton) αμερόληπτων (amerólipton)
accusative αμερόληπτο (amerólipto) αμερόληπτη (amerólipti) αμερόληπτο (amerólipto) αμερόληπτους (ameróliptous) αμερόληπτες (ameróliptes) αμερόληπτα (amerólipta)
vocative αμερόληπτε (amerólipte) αμερόληπτη (amerólipti) αμερόληπτο (amerólipto) αμερόληπτοι (ameróliptoi) αμερόληπτες (ameróliptes) αμερόληπτα (amerólipta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αμερόληπτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αμερόληπτος, etc.)

[edit]