αμεροληψία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αμεροληψία • (amerolipsía) f (uncountable)
- impartiality
- Synonym: απροσωποληψία (aprosopolipsía)
- Antonym: προσωποληψία (prosopolipsía)
Declension
[edit]singular | |
---|---|
nominative | αμεροληψία (amerolipsía) |
genitive | αμεροληψίας (amerolipsías) |
accusative | αμεροληψία (amerolipsía) |
vocative | αμεροληψία (amerolipsía) |
Related terms
[edit]- αμερόληπτος (ameróliptos, “unbiased, impartial”, adjective)
- αμερόληπτα (amerólipta, “impartially”, adverb)
- αμεροληπτώ (ameroliptó, “to be impartial”)
- μεροληψία f (merolipsía, “bias, partiality”)
Further reading
[edit]- αμεροληψία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language