αιθυλικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From αιθύλιο (aithýlio) + -ικός (-ikós), calque of French éthylique.
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αιθυλικός • (aithylikós) m (feminine αιθυλική, neuter αιθυλικό)
- (organic chemistry) ethyl (attributive)
- αιθυλική αλκοόλη ― aithylikí alkoóli ― ethyl alcohol
- αιθυλικός αιθέρας ― aithylikós aithéras ― diethyl ether
- αιθυλικό οινόπνευμα ― aithylikó oinópnevma ― ethyl alcohol
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αιθυλικός (aithylikós) | αιθυλική (aithylikí) | αιθυλικό (aithylikó) | αιθυλικοί (aithylikoí) | αιθυλικές (aithylikés) | αιθυλικά (aithyliká) | |
genitive | αιθυλικού (aithylikoú) | αιθυλικής (aithylikís) | αιθυλικού (aithylikoú) | αιθυλικών (aithylikón) | αιθυλικών (aithylikón) | αιθυλικών (aithylikón) | |
accusative | αιθυλικό (aithylikó) | αιθυλική (aithylikí) | αιθυλικό (aithylikó) | αιθυλικούς (aithylikoús) | αιθυλικές (aithylikés) | αιθυλικά (aithyliká) | |
vocative | αιθυλικέ (aithyliké) | αιθυλική (aithylikí) | αιθυλικό (aithylikó) | αιθυλικοί (aithylikoí) | αιθυλικές (aithylikés) | αιθυλικά (aithyliká) |
Notes: Vocative forms are rare
References
[edit]- αιθυλικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language