Jump to content

αιθυλικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αιθύλιο (aithýlio) +‎ -ικός (-ikós), calque of French éthylique.

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

αιθυλικός (aithylikósm (feminine αιθυλική, neuter αιθυλικό)

  1. (organic chemistry) ethyl (attributive)
    αιθυλική αλκοόληaithylikí alkoóliethyl alcohol
    αιθυλικός αιθέραςaithylikós aithérasdiethyl ether
    αιθυλικό οινόπνευμαaithylikó oinópnevmaethyl alcohol

Declension

[edit]
Declension of αιθυλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιθυλικός (aithylikós) αιθυλική (aithylikí) αιθυλικό (aithylikó) αιθυλικοί (aithylikoí) αιθυλικές (aithylikés) αιθυλικά (aithyliká)
genitive αιθυλικού (aithylikoú) αιθυλικής (aithylikís) αιθυλικού (aithylikoú) αιθυλικών (aithylikón) αιθυλικών (aithylikón) αιθυλικών (aithylikón)
accusative αιθυλικό (aithylikó) αιθυλική (aithylikí) αιθυλικό (aithylikó) αιθυλικούς (aithylikoús) αιθυλικές (aithylikés) αιθυλικά (aithyliká)
vocative αιθυλικέ (aithyliké) αιθυλική (aithylikí) αιθυλικό (aithylikó) αιθυλικοί (aithylikoí) αιθυλικές (aithylikés) αιθυλικά (aithyliká)

Notes: Vocative forms are rare

References

[edit]