Jump to content

εκπαραθύρωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From εκ (ek, out of, de-) +‎ παράθυρο (paráthyro, window) +‎ -ωση (-osi, -ation). Calque of French défenestration.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ekpaɾaˈθiɾosi/
  • Hyphenation: εκ‧πα‧ρα‧θύ‧ρω‧ση

Noun

[edit]

εκπαραθύρωση (ekparathýrosif (plural εκπαραθυρώσεις)

  1. defenestration (act of throwing a person out of a window)
    Η εκπαραθύρωση της Πράγας
    I ekparathýrosi tis Prágas
    The defenestration of Prague
  2. (figuratively) expulsion (possibly with violence)
    Η εκπαραθύρωση του υπουργό αφήνει κενή την έδρα του.
    I ekparathýrosi tou ypourgó afínei kení tin édra tou.
    The expulsion of the minister leaves his seat empty.

Declension

[edit]
Declension of εκπαραθύρωση
singular plural
nominative εκπαραθύρωση (ekparathýrosi) εκπαραθυρώσεις (ekparathyróseis)
genitive εκπαραθύρωσης (ekparathýrosis) εκπαραθυρώσεων (ekparathyróseon)
accusative εκπαραθύρωση (ekparathýrosi) εκπαραθυρώσεις (ekparathyróseis)
vocative εκπαραθύρωση (ekparathýrosi) εκπαραθυρώσεις (ekparathyróseis)

Older or formal genitive singular: εκπαραθυρώσεως (ekparathyróseos)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]

Further reading

[edit]