Jump to content

αποπομπή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποπομπή (apopompíf (plural αποπομπές)

  1. dismissal, expulsion, ousting

Declension

[edit]
singular plural
nominative αποπομπή (apopompí) αποπομπές (apopompés)
genitive αποπομπής (apopompís) αποπομπών (apopompón)
accusative αποπομπή (apopompí) αποπομπές (apopompés)
vocative αποπομπή (apopompí) αποπομπές (apopompés)
[edit]