Jump to content

ηλεκτρονικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from ηλεκτρον(ική) (ilektron(ikí)) +‎ -ικός (-ikós), a calque of French électronique.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.le.ktɾo.niˈkos/
  • Hyphenation: η‧λε‧κτρο‧νι‧κός

Adjective

[edit]

ηλεκτρονικός (ilektronikósm (feminine ηλεκτρονική, neuter ηλεκτρονικό)

  1. electronic

Declension

[edit]
Declension of ηλεκτρονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηλεκτρονικός (ilektronikós) ηλεκτρονική (ilektronikí) ηλεκτρονικό (ilektronikó) ηλεκτρονικοί (ilektronikoí) ηλεκτρονικές (ilektronikés) ηλεκτρονικά (ilektroniká)
genitive ηλεκτρονικού (ilektronikoú) ηλεκτρονικής (ilektronikís) ηλεκτρονικού (ilektronikoú) ηλεκτρονικών (ilektronikón) ηλεκτρονικών (ilektronikón) ηλεκτρονικών (ilektronikón)
accusative ηλεκτρονικό (ilektronikó) ηλεκτρονική (ilektronikí) ηλεκτρονικό (ilektronikó) ηλεκτρονικούς (ilektronikoús) ηλεκτρονικές (ilektronikés) ηλεκτρονικά (ilektroniká)
vocative ηλεκτρονικέ (ilektroniké) ηλεκτρονική (ilektronikí) ηλεκτρονικό (ilektronikó) ηλεκτρονικοί (ilektronikoí) ηλεκτρονικές (ilektronikés) ηλεκτρονικά (ilektroniká)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ ηλεκτρονικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language