Jump to content

ηλεκτρονική

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ηλεκτρονική (ilektronikí)

  1. nominative/accusative/vocative feminine singular of ηλεκτρονικός (ilektronikós)

Noun

[edit]

ηλεκτρονική (ilektronikíf (plural ηλεκτρονικές)

  1. (engineering, electronics) electronics (branch of study)

Declension

[edit]
Declension of ηλεκτρονική
singular plural
nominative ηλεκτρονική (ilektronikí) ηλεκτρονικές (ilektronikés)
genitive ηλεκτρονικής (ilektronikís) ηλεκτρονικών (ilektronikón)
accusative ηλεκτρονική (ilektronikí) ηλεκτρονικές (ilektronikés)
vocative ηλεκτρονική (ilektronikí) ηλεκτρονικές (ilektronikés)
[edit]

Further reading

[edit]